ημιγενής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιγενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο γεννημένος [[κατά]] το ήμισυ, [[ατελής]]<br /><b>2.</b> (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει [[ακόμη]], [[μισογινωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=[[ἡμιγενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο γεννημένος [[κατά]] το ήμισυ, [[ατελής]]<br /><b>2.</b> (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει [[ακόμη]], [[μισογινωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. [[αγενής]], [[ομογενής]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:46, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμιγενής, -ές (Α)
1. ο γεννημένος κατά το ήμισυ, ατελής
2. (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει ακόμη, μισογινωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -γενής (< γένος), πρβλ. αγενής, ομογενής].