καρκινογόνος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, θηλ. και -α<br /><b>ιατρ.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να προκαλέσει κακοήθη [[εκφύλιση]] τών ζωντανών ιστών, αυτός που προκαλεί καρκίνο («καρκινογόνες ουσίες»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>carcinogenic</i> <span style="color: red;"><</span> <i>carcino</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[καρκίνος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>gen</i>-<i>ic</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γεν</i>-<i>ικός</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), που στην ελλ. αποδίδεται με το -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>γον</i>- της ρίζας -<i>γεν</i>-].
|mltxt=-ο, θηλ. και -α<br /><b>ιατρ.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να προκαλέσει κακοήθη [[εκφύλιση]] τών ζωντανών ιστών, αυτός που προκαλεί καρκίνο («καρκινογόνες ουσίες»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>carcinogenic</i> <span style="color: red;"><</span> <i>carcino</i>- ([[πρβλ]]. [[καρκίνος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>gen</i>-<i>ic</i> ([[πρβλ]]. <i>γεν</i>-<i>ικός</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), που στην ελλ. αποδίδεται με το -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>γον</i>- της ρίζας -<i>γεν</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
ιατρ. αυτός που είναι ικανός να προκαλέσει κακοήθη εκφύλιση τών ζωντανών ιστών, αυτός που προκαλεί καρκίνο («καρκινογόνες ουσίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinogenic < carcino- (πρβλ. καρκίνος) + -gen-ic (πρβλ. γεν-ικός < γένος), που στην ελλ. αποδίδεται με το -γόνος (< γόνος), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα γον- της ρίζας -γεν-].