εκφύλιση

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

η
1. εκφυλισμός
2. ιατρ. κυτταρική αλλοίωση που προκαλεί καταστροφή του κυτταροπλάσματος και του πυρήνα
3. το σύνολο τών σωματικών και ψυχικών αλλοιώσεων που παρουσιάζει ένα άτομο κληρονομικά ή επίκτητα (έπειτα από μια πάθηση).