εκφύλιση
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
Greek Monolingual
η
1. εκφυλισμός
2. ιατρ. κυτταρική αλλοίωση που προκαλεί καταστροφή του κυτταροπλάσματος και του πυρήνα
3. το σύνολο τών σωματικών και ψυχικών αλλοιώσεων που παρουσιάζει ένα άτομο κληρονομικά ή επίκτητα (έπειτα από μια πάθηση).