Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καραμέλα: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και καραμέλλα, η<br /><b>1.</b> σκληρό ζαχαρωτό μικρού μεγέθους που διαλύεται στο [[στόμα]] με [[πιπίλισμα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] [[ζάχαρης]] που παρασκευάζεται σε μικρά τετραγωνικά κομμάτια<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] [[γλυκό]], εύγευστο, ευχάριστο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πιπιλίζει [[κάτι]] σαν [[καραμέλα]]» — τον ευχαριστεί να επαναλαμβάνει [[συνεχώς]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> ιταλ. <i>caramella</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cannamella</i> «[[ζαχαροκάλαμο]]»].
|mltxt=και καραμέλλα, η<br /><b>1.</b> σκληρό ζαχαρωτό μικρού μεγέθους που διαλύεται στο [[στόμα]] με [[πιπίλισμα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] [[ζάχαρης]] που παρασκευάζεται σε μικρά τετραγωνικά κομμάτια<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] [[γλυκό]], εύγευστο, ευχάριστο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πιπιλίζει [[κάτι]] σαν [[καραμέλα]]» — τον ευχαριστεί να επαναλαμβάνει [[συνεχώς]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. ιταλ. <i>caramella</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cannamella</i> «[[ζαχαροκάλαμο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

και καραμέλλα, η
1. σκληρό ζαχαρωτό μικρού μεγέθους που διαλύεται στο στόμα με πιπίλισμα
2. είδος ζάχαρης που παρασκευάζεται σε μικρά τετραγωνικά κομμάτια
3. μτφ. καθετί γλυκό, εύγευστο, ευχάριστο
4. φρ. «πιπιλίζει κάτι σαν καραμέλα» — τον ευχαριστεί να επαναλαμβάνει συνεχώς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. caramella < λατ. cannamella «ζαχαροκάλαμο»].