κατακροτώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines

Source
(19)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κατακροτῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]] («πόδεσσι σφύρᾳ κατακροτεῑν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επευφημώ]]<br /><b>3.</b> στρέφομαι [[εναντίον]] κάποιου, [[επιπλήττω]].
|mltxt=κατακροτῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]] («πόδεσσι σφύρᾳ κατακροτεῖν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επευφημώ]]<br /><b>3.</b> στρέφομαι [[εναντίον]] κάποιου, [[επιπλήττω]].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 27 March 2021

Greek Monolingual

κατακροτῶ, -έω (Α)
1. χτυπώ δυνατά («πόδεσσι σφύρᾳ κατακροτεῖν», Ευστ.)
2. επευφημώ
3. στρέφομαι εναντίον κάποιου, επιπλήττω.