καπέλα: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(19)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καπέλα]] ἡ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[καππέλλα]].———————— <b>(II)</b><br /><b>φρ.</b> <b>μουσ.</b> «α [[καπέλα]]» — η [[εκτέλεση]] πολυφωνικής σύνθεσης [[χωρίς]] τη [[συνοδεία]] οργάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cappella</i> «[[χορωδία]], παρεκκλήσι»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καπέλα]] ἡ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[καππέλλα]].<br /><b>(II)</b><br /><b>φρ.</b> <b>μουσ.</b> «α [[καπέλα]]» — η [[εκτέλεση]] πολυφωνικής σύνθεσης [[χωρίς]] τη [[συνοδεία]] οργάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cappella</i> «[[χορωδία]], παρεκκλήσι»].
}}
}}

Latest revision as of 13:19, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
καπέλα ἡ (Μ)
βλ. καππέλλα.
(II)
φρ. μουσ. «α καπέλα» — η εκτέλεση πολυφωνικής σύνθεσης χωρίς τη συνοδεία οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappella «χορωδία, παρεκκλήσι»].