κοσμάκης: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών απλών ανθρώπων, οι φτωχότερες κοινωνικές τάξεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κόσμος]] και [[κοσμάκης]]» — [[πλήθος]] ανθρώπων [[κάθε]] τάξης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσμος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άκης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πατερ</i>-<i>άκης</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών απλών ανθρώπων, οι φτωχότερες κοινωνικές τάξεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κόσμος]] και [[κοσμάκης]]» — [[πλήθος]] ανθρώπων [[κάθε]] τάξης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσμος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άκης</i> ([[πρβλ]]. [[πατεράκης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 13 May 2023

Greek Monolingual

ο
1. το σύνολο τών απλών ανθρώπων, οι φτωχότερες κοινωνικές τάξεις
2. φρ. «κόσμος και κοσμάκης» — πλήθος ανθρώπων κάθε τάξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος + υποκορ. κατάλ. -άκης (πρβλ. πατεράκης). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].