λωμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(23)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petite bordure;<br /><b>2</b> casaque militaire.<br />'''Étymologie:''' [[λῶμα]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[petite bordure]];<br /><b>2</b> [[casaque militaire]].<br />'''Étymologie:''' [[λῶμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λωμάτιον]], τὸ (Α) [[λώμα]]<br />(υποκορ. του [[λώμα]]) [[λεπτό]] [[σειρήτι]], λεπτή [[γαρνιτούρα]] της άκρης του φορέματος.
|mltxt=[[λωμάτιον]], τὸ (Α) [[λώμα]]<br />(υποκορ. του [[λώμα]]) [[λεπτό]] [[σειρήτι]], λεπτή [[γαρνιτούρα]] της άκρης του φορέματος.
}}
{{elru
|elrutext='''λωμάτιον:''' τό [[одеяние]], [[плащ]] (μήλινον Anth.).
}}
{{pape
|ptext=τό, dim. zu [[λῶμα]], Lucill. 114 (IX.210), wo μήλινα λωμάτια die [[Kleider]] [[selbst]] zu sein [[scheinen]].
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 30 November 2022

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petite bordure;
2 casaque militaire.
Étymologie: λῶμα.

Greek Monolingual

λωμάτιον, τὸ (Α) λώμα
(υποκορ. του λώμα) λεπτό σειρήτι, λεπτή γαρνιτούρα της άκρης του φορέματος.

Russian (Dvoretsky)

λωμάτιον: τό одеяние, плащ (μήλινον Anth.).

German (Pape)

τό, dim. zu λῶμα, Lucill. 114 (IX.210), wo μήλινα λωμάτια die Kleider selbst zu sein scheinen.