λεπτουργικός: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λεπτουργικός]], -ή, -όν) [[λεπτουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λεπτουργία]] ή στον λεπτουργό («[[λεπτουργικά]] εργαλεία»)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος, επεξεργασμένος με [[λεπτουργία]] («λεπτουργική [[επεξεργασία]]»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η λεπτουργική</i><br />η [[τέχνη]] του λεπτουργού<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[λεπτουργικά]]<br />είδη λεπτής χειροτεχνίας, λεπτουργήματα.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λεπτουργικός]], -ή, -όν) [[λεπτουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λεπτουργία]] ή στον λεπτουργό («[[λεπτουργικά]] εργαλεία»)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος, επεξεργασμένος με [[λεπτουργία]] («λεπτουργική [[επεξεργασία]]»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η λεπτουργική</i><br />η [[τέχνη]] του λεπτουργού<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[λεπτουργικά]]<br />είδη λεπτής χειροτεχνίας, λεπτουργήματα.
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λεπτουργικός, -ή, -όν) λεπτουργός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεπτουργία ή στον λεπτουργό («λεπτουργικά εργαλεία»)
2. κατασκευασμένος, επεξεργασμένος με λεπτουργία («λεπτουργική επεξεργασία»)
3. το θηλ. ως ουσ. η λεπτουργική
η τέχνη του λεπτουργού
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτουργικά
είδη λεπτής χειροτεχνίας, λεπτουργήματα.