αιχμαλωτίζω: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[αἰχμαλωτίζω]])<br />[[συλλαμβάνω]] κάποιον ως αιχμάλωτο, [[υποδουλώνω]], [[σκλαβώνω]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριο μου, τον [[γοητεύω]], τον [[συναρπάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ζώα) [[συλλαμβάνω]], [[αρπάζω]] για λογαριασμό μου, [[οικειοποιούμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(Α [[αἰχμαλωτίζω]])<br />[[συλλαμβάνω]] κάποιον ως αιχμάλωτο, [[υποδουλώνω]], [[σκλαβώνω]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριο μου, τον [[γοητεύω]], τον [[συναρπάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ζώα) [[συλλαμβάνω]], [[αρπάζω]] για λογαριασμό μου, [[οικειοποιούμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰχμάλωτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[αἰχμαλωτισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιχμαλώτιση]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
(Α αἰχμαλωτίζω)
συλλαμβάνω κάποιον ως αιχμάλωτο, υποδουλώνω, σκλαβώνω
(νεοελλ.-μσν.) καθιστώ κάποιον υποχείριο μου, τον γοητεύω, τον συναρπάζω
νεοελλ.
(για ζώα) συλλαμβάνω, αρπάζω για λογαριασμό μου, οικειοποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰχμάλωτος.
ΠΑΡ. μσν. αἰχμαλωτισμός
νεοελλ.
αιχμαλώτιση].