αἰτιολογητέον: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
(2)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aitiologiteon
|Transliteration C=aitiologiteon
|Beta Code=ai)tiologhte/on
|Beta Code=ai)tiologhte/on
|Definition=verb. Adj. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one must investigate causes</b>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.29U.</span></span>
|Definition=verb. Adj. [[one must investigate causes]], Epicur.''Ep.''1p.29U.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hay que indagar las causas]] ὑπὲρ τῶν μετεώρων Epicur.<i>Ep</i>.[2] 80.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰτιολογητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἀναζητήσῃ τις τὰς αἰτίας, νὰ δικαιολογήσῃ, νὰ αἰτιολογήσῃ τὸ [[πρᾶγμα]], Διογ. Λ. 10. 80.
|lstext='''αἰτιολογητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἀναζητήσῃ τις τὰς αἰτίας, νὰ δικαιολογήσῃ, νὰ αἰτιολογήσῃ τὸ [[πρᾶγμα]], Διογ. Λ. 10. 80.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hay que indagar las causas]] ὑπὲρ τῶν μετεώρων Epicur.<i>Ep</i>.[2] 80.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰτιολογητέον]] (Α) [[αἰτιολογῶ]]<br />[[πρέπει]] [[κανείς]] να ερευνήσει, να αναζητήσει τις αιτίες.
|mltxt=[[αἰτιολογητέον]] (Α) [[αἰτιολογῶ]]<br />[[πρέπει]] [[κανείς]] να ερευνήσει, να αναζητήσει τις αιτίες.
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτιολογητέον Medium diacritics: αἰτιολογητέον Low diacritics: αιτιολογητέον Capitals: ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΕΟΝ
Transliteration A: aitiologētéon Transliteration B: aitiologēteon Transliteration C: aitiologiteon Beta Code: ai)tiologhte/on

English (LSJ)

verb. Adj. one must investigate causes, Epicur.Ep.1p.29U.

Spanish (DGE)

hay que indagar las causas ὑπὲρ τῶν μετεώρων Epicur.Ep.[2] 80.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτιολογητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἀναζητήσῃ τις τὰς αἰτίας, νὰ δικαιολογήσῃ, νὰ αἰτιολογήσῃ τὸ πρᾶγμα, Διογ. Λ. 10. 80.

Greek Monolingual

αἰτιολογητέον (Α) αἰτιολογῶ
πρέπει κανείς να ερευνήσει, να αναζητήσει τις αιτίες.