ακόνιτο: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἀκόνιτον]])<br />δηλητηριώδες [[φυτό]] με [[μεγάλη]] [[τοξικότητα]], «[[στριγγλοβότανο]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. οι αρχαίοι γραμματικοί συνδέουν παρετυμολογικά τη λ. με το επίρρ. [[ἀκονιτί]], το οποίο κυριολ. σημαίνει «[[χωρίς]] [[σκόνη]]» και κατ' [[επέκταση]] «[[χωρίς]] κόπο ή [[προσπάθεια]], [[χωρίς]] [[πάλη]]». Επομένως [[ἀκόνιτον]] [[είναι]] το «ακαταμάχητο, το ακαταπάλαιστο» — η [[σύνδεση]] αυτή οφείλεται [[μάλλον]] στην ακαριαία θανατηφόρα [[επίδραση]] του φυτού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακονιτικός]]].
|mltxt=το (AM [[ἀκόνιτον]])<br />δηλητηριώδες [[φυτό]] με [[μεγάλη]] [[τοξικότητα]], «[[στριγγλοβότανο]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ. οι αρχαίοι γραμματικοί συνδέουν παρετυμολογικά τη λ. με το επίρρ. [[ἀκονιτί]], το οποίο κυριολ. σημαίνει «[[χωρίς]] [[σκόνη]]» και κατ' [[επέκταση]] «[[χωρίς]] κόπο ή [[προσπάθεια]], [[χωρίς]] [[πάλη]]». Επομένως [[ἀκόνιτον]] [[είναι]] το «ακαταμάχητο, το ακαταπάλαιστο» — η [[σύνδεση]] αυτή οφείλεται [[μάλλον]] στην ακαριαία θανατηφόρα [[επίδραση]] του φυτού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακονιτικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (AM ἀκόνιτον)
δηλητηριώδες φυτό με μεγάλη τοξικότητα, «στριγγλοβότανο».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. οι αρχαίοι γραμματικοί συνδέουν παρετυμολογικά τη λ. με το επίρρ. ἀκονιτί, το οποίο κυριολ. σημαίνει «χωρίς σκόνη» και κατ' επέκταση «χωρίς κόπο ή προσπάθεια, χωρίς πάλη». Επομένως ἀκόνιτον είναι το «ακαταμάχητο, το ακαταπάλαιστο» — η σύνδεση αυτή οφείλεται μάλλον στην ακαριαία θανατηφόρα επίδραση του φυτού.
ΠΑΡ. ακονιτικός].