άκρα: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(2)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἄκρα]])<br />(θηλυκό του επιθέτου [[άκρος]] ως ουσιαστικό)<br /><b>βλ.</b> [[άκρη]].———————— <b>(II)</b><br />τα (Α [[ἄκρα]])<br />[[πληθυντικός]] του [[άκρο]](<i>ν</i>).———————— <b>(III)</b><br /><b>επίρρ.</b> [[άκρος]]<br />λίγο, [[ελαφρά]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἄκρα]])<br />(θηλυκό του επιθέτου [[άκρος]] ως ουσιαστικό)<br /><b>βλ.</b> [[άκρη]].<br /><b>(II)</b><br />τα (Α [[ἄκρα]])<br />[[πληθυντικός]] του [[άκρο]](<i>ν</i>).<br /><b>(III)</b><br /><b>επίρρ.</b> [[άκρος]]<br />λίγο, [[ελαφρά]].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἄκρα)
(θηλυκό του επιθέτου άκρος ως ουσιαστικό)
βλ. άκρη.
(II)
τα (Α ἄκρα)
πληθυντικός του άκρο(ν).
(III)
επίρρ. άκρος
λίγο, ελαφρά.