άλλην: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄλλην]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλού]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[πάλι]], [[ξανά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]]», α) (τοπικά) σε [[άλλο]] και σε [[άλλο]] [[μέρος]], εδώ κι [[εκεί]]<br />β) (χρονικά) [[πάλι]] και [[πάλι]], κατ’ [[επανάληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιτιατική θηλυκού της λέξης [[ἄλλος]] με επιρρηματική [[χρήση]]].
|mltxt=[[ἄλλην]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλού]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[πάλι]], [[ξανά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]]», α) (τοπικά) σε [[άλλο]] και σε [[άλλο]] [[μέρος]], εδώ κι [[εκεί]]<br />β) (χρονικά) [[πάλι]] και [[πάλι]], κατ’ [[επανάληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αιτιατική θηλυκού της λέξης [[ἄλλος]] με επιρρηματική [[χρήση]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄλλην επίρρ. (Α)
1. (για τόπο) σε άλλο μέρος, αλλού
2. (για χρόνο) πάλι, ξανά
3. φρ. «ἄλλην καὶ ἄλλην», α) (τοπικά) σε άλλο και σε άλλο μέρος, εδώ κι εκεί
β) (χρονικά) πάλι και πάλι, κατ’ επανάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αιτιατική θηλυκού της λέξης ἄλλος με επιρρηματική χρήση].