αλύτρωτος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(3)
 
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλύτρωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί [[ακόμη]] να ελευθερωθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> <i>οι αλύτρωτοι</i><br />ομοεθνείς που βρίσκονται [[ακόμη]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] ξένου κυριάρχου<br />[[σήμερα]] χρησιμοποιείται [[ιδίως]] για τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει απαλλαγεί από δυσάρεστα συναισθήματα, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε άσχημη ψυχική [[κατάσταση]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν πέτυχε το [[διαζύγιο]], την τυπική [[διάλυση]] του γάμου του, ενός γάμου διαλυμένου ουσιαστικά από [[χρόνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λυτρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλυτρωσιά]], [[αλυτρωτικός]], [[αλυτρωτισμός]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλύτρωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί [[ακόμη]] να ελευθερωθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνήθως στον πληθ.</b> <i>οι αλύτρωτοι</i><br />ομοεθνείς που βρίσκονται [[ακόμη]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] ξένου κυριάρχου<br />[[σήμερα]] χρησιμοποιείται [[ιδίως]] για τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει απαλλαγεί από δυσάρεστα συναισθήματα, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε άσχημη ψυχική [[κατάσταση]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν πέτυχε το [[διαζύγιο]], την τυπική [[διάλυση]] του γάμου του, ενός γάμου διαλυμένου ουσιαστικά από [[χρόνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λυτρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλυτρωσιά]], [[αλυτρωτικός]], [[αλυτρωτισμός]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:36, 21 March 2024

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλύτρωτος, -ον)
αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί ακόμη να ελευθερωθεί
νεοελλ.
1. συνήθως στον πληθ. οι αλύτρωτοι
ομοεθνείς που βρίσκονται ακόμη κάτω από τον ζυγό ξένου κυριάρχου
σήμερα χρησιμοποιείται ιδίως για τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου
2. αυτός που δεν έχει απαλλαγεί από δυσάρεστα συναισθήματα, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε άσχημη ψυχική κατάσταση
3. αυτός που δεν πέτυχε το διαζύγιο, την τυπική διάλυση του γάμου του, ενός γάμου διαλυμένου ουσιαστικά από χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λυτρώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλυτρωσιά, αλυτρωτικός, αλυτρωτισμός].