αμαξόποδες: Difference between revisions
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=οι<br />υποστηρίγματα του σκελετού αρχαϊκής άμαξας, [[μέσα]] στα οποία στρέφονταν τα [[άκρα]] τών αξόνων.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=οι<br />υποστηρίγματα του σκελετού αρχαϊκής άμαξας, [[μέσα]] στα οποία στρέφονταν τα [[άκρα]] τών αξόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμαξα]] <span style="color: red;">+</span> <i>πόδες</i>, πληθ. του ουσ. [[πους]], <i>ποδός</i>]. | ||
}} | }} |