αναβιβαστήρας: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(3) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />ο [[αναβατήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναβιβάζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 από τον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή, ως [[απόδοση]] του γαλλ. <i>chevrette</i> | |mltxt=ο<br />ο [[αναβατήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναβιβάζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 από τον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή, ως [[απόδοση]] του γαλλ. <i>chevrette</i> πρβλ. κ. [[αναβίβαστρο]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 23 December 2018
Greek Monolingual
ο
ο αναβατήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 από τον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή, ως απόδοση του γαλλ. chevrette πρβλ. κ. αναβίβαστρο].