ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
(-τήρ), ο1. σκαλοπάτι, σκάλα2. ανελκυστήρας, ασανσέρ3. σκαλοπάτι οχήματος, μαρσπιέ4. ο αναβολέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβαίνω. Η λ. με τη σημασία «σκαλοπάτι οχήματος» μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»].