αναβατήρας

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source

Greek Monolingual

(-τήρ), ο
1. σκαλοπάτι, σκάλα
2. ανελκυστήρας, ασανσέρ
3. σκαλοπάτι οχήματος, μαρσπιέ
4. ο αναβολέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβαίνω. Η λ. με τη σημασία «σκαλοπάτι οχήματος» μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»].