ἀνενθύμητος: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anenthymitos | |Transliteration C=anenthymitos | ||
|Beta Code=a)nenqu/mhtos | |Beta Code=a)nenqu/mhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνενθύμητον, [[failing to consider]], τοῦ θνητοῦ Phld.''Mort.''38. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνενθύμητον, failing to consider, τοῦ θνητοῦ Phld.Mort.38.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no piensa en τοῦ θνητοῦ Phld.Mort.38.
2 inconcebible, inimaginable de la generación del Hijo, Eus.DE 5.1.18.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνενθύμητος, -ον)
όποιος δεν θυμάται, παραγνωρίζει, παραβλέπει κάτι
νεοελλ.
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί πλέον να θυμηθεί κάποιος, ο λησμονημένος
αρχ.
ο ακατάληπτος, εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου (για τον Θεό).