ἀνισοσκελής: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anisoskelis | |Transliteration C=anisoskelis | ||
|Beta Code=a)nisoskelh/s | |Beta Code=a)nisoskelh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀνισοσκελές, [[with uneven legs]], Sch.D.P.175; [[with tails of unequal length]], of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.63 tit. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[que tiene extremos desiguales]] de un vendaje, Heliod. en Orib.48.63 tít.<br /><b class="num">2</b> geom. [[escaleno]] de un triángulo, Papp.106.14, Hero <i>Metr</i>.10.15<br /><b class="num">•</b>de un trapezoide [[que tiene lados desiguales]] Sch.D.P.175. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνῐσοσκελής''': -ές, ὁ ἔχων ἄνισα τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Διον. Π. 175. | |lstext='''ἀνῐσοσκελής''': -ές, ὁ ἔχων ἄνισα τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Διον. Π. 175. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ούς,) -ές (Α [[ἀνισοσκελής]])<br />αυτός που έχει άνισα σκέλη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ανισοσκελές [[τρίγωνο]]» — [[τρίγωνο]] του οποίου οι δύο μεγαλύτερες πλευρές έχουν άνισο [[μήκος]]<br /><b>2.</b> «[[ανισοσκελής]] [[προϋπολογισμός]]» — [[εκείνος]] ο [[οποίος]] δεν έχει ισοσκελισμένα έσοδα και έξοδα. | |mltxt=(ούς,) -ές (Α [[ἀνισοσκελής]])<br />αυτός που έχει άνισα σκέλη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ανισοσκελές [[τρίγωνο]]» — [[τρίγωνο]] του οποίου οι δύο μεγαλύτερες πλευρές έχουν άνισο [[μήκος]]<br /><b>2.</b> «[[ανισοσκελής]] [[προϋπολογισμός]]» — [[εκείνος]] ο [[οποίος]] δεν έχει ισοσκελισμένα έσοδα και έξοδα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνισοσκελές, with uneven legs, Sch.D.P.175; with tails of unequal length, of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.63 tit.
Spanish (DGE)
-ές
1 que tiene extremos desiguales de un vendaje, Heliod. en Orib.48.63 tít.
2 geom. escaleno de un triángulo, Papp.106.14, Hero Metr.10.15
•de un trapezoide que tiene lados desiguales Sch.D.P.175.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῐσοσκελής: -ές, ὁ ἔχων ἄνισα τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Διον. Π. 175.
Greek Monolingual
(ούς,) -ές (Α ἀνισοσκελής)
αυτός που έχει άνισα σκέλη
νεοελλ.
φρ.
1. «ανισοσκελές τρίγωνο» — τρίγωνο του οποίου οι δύο μεγαλύτερες πλευρές έχουν άνισο μήκος
2. «ανισοσκελής προϋπολογισμός» — εκείνος ο οποίος δεν έχει ισοσκελισμένα έσοδα και έξοδα.