αργυρόρριζος: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(6)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀργυρόρριζος, -ον (Α)<br />(αποδίδεται σε πηγές ποταμού) «Ταρτησσοῡ... παγὰς ἀργυρορρίζους», του οποίου οι πηγές αναβλύζουν από αργυροφόρο [[υπέδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ρίζα]]].
|mltxt=ἀργυρόρριζος, -ον (Α)<br />(αποδίδεται σε πηγές ποταμού) «Ταρτησσοῦ... παγὰς ἀργυρορρίζους», του οποίου οι πηγές αναβλύζουν από αργυροφόρο [[υπέδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ρίζα]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἀργυρόρριζος, -ον (Α)
(αποδίδεται σε πηγές ποταμού) «Ταρτησσοῦ... παγὰς ἀργυρορρίζους», του οποίου οι πηγές αναβλύζουν από αργυροφόρο υπέδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ρίζα].