αρπαχτός: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἁρπακτός]], -ή, -όν) [[αρπάζω]]<br />αυτός που αποκτήθηκε με [[αρπαγή]], ο [[κλοπιμαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βιαστικός]] ή αυτός που γίνεται βιαστικά<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αρπαχτά</i><br />βιαστικά, [[γρήγορα]], [[πρόχειρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ριψοκίνδυνος]]. | |mltxt=[[αρπαχτός]], -ή, -ό (AM [[ἁρπακτός]], -ή, -όν) [[αρπάζω]]<br />αυτός που αποκτήθηκε με [[αρπαγή]], ο [[κλοπιμαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βιαστικός]] ή αυτός που γίνεται βιαστικά<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αρπαχτά</i><br />βιαστικά, [[γρήγορα]], [[πρόχειρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ριψοκίνδυνος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:53, 23 January 2024
Greek Monolingual
αρπαχτός, -ή, -ό (AM ἁρπακτός, -ή, -όν) αρπάζω
αυτός που αποκτήθηκε με αρπαγή, ο κλοπιμαίος
νεοελλ.
1. ο βιαστικός ή αυτός που γίνεται βιαστικά
2. επίρρ. αρπαχτά
βιαστικά, γρήγορα, πρόχειρα
αρχ.
ο ριψοκίνδυνος.