αρπαχτός
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monolingual
αρπαχτός, -ή, -ό (AM ἁρπακτός, -ή, -όν) αρπάζω
αυτός που αποκτήθηκε με αρπαγή, ο κλοπιμαίος
νεοελλ.
1. ο βιαστικός ή αυτός που γίνεται βιαστικά
2. επίρρ. αρπαχτά
βιαστικά, γρήγορα, πρόχειρα
αρχ.
ο ριψοκίνδυνος.