αυτάρεσκος: Difference between revisions
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
(7) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτάρεσκος]], -ον) [[αρέσκω]]<br />ο ικανοποιημένος με τον εαυτό του, αυτός που αυτοθαυμάζεται<br /><b>μσν.</b><br />[[εγωιστικός]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτάρεσκος]], -ον) [[αρέσκω]]<br />ο ικανοποιημένος με τον εαυτό του, αυτός που αυτοθαυμάζεται<br /><b>μσν.</b><br />[[εγωιστικός]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[self-satisfied]]=== | |||
Bulgarian: самодоволен; Chinese Mandarin: 自滿/自满, 得意; Danish: selvtilfreds; Dutch: [[zelfingenomen]]; Finnish: itsetyytyväinen, omahyväinen; French: [[suffisant]]; Georgian: თვითკმაყოფილი; German: [[selbstzufrieden]]; Greek: [[εφησυχασμένος]], [[αυτάρεσκος]], [[ματαιόδοξος]], [[ψωνισμένος]], [[ψώνιο]]; Ancient Greek: [[αὐτάρεσκος]], [[αὐτάρεστος]], [[δυσαυχής]], [[κεναυχής]], [[κενεαυχής]], [[κενόδοξος]], [[ματαιόκομπος]], [[πέρπερος]]; Hungarian: önelégült; Japanese: 独り善がり, 自己満足する; Polish: zadowolony z siebie; Russian: [[самодовольный]]; Swedish: självbelåten | |||
}} | }} |
Latest revision as of 20:39, 8 April 2023
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτάρεσκος, -ον) αρέσκω
ο ικανοποιημένος με τον εαυτό του, αυτός που αυτοθαυμάζεται
μσν.
εγωιστικός.
Translations
self-satisfied
Bulgarian: самодоволен; Chinese Mandarin: 自滿/自满, 得意; Danish: selvtilfreds; Dutch: zelfingenomen; Finnish: itsetyytyväinen, omahyväinen; French: suffisant; Georgian: თვითკმაყოფილი; German: selbstzufrieden; Greek: εφησυχασμένος, αυτάρεσκος, ματαιόδοξος, ψωνισμένος, ψώνιο; Ancient Greek: αὐτάρεσκος, αὐτάρεστος, δυσαυχής, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, ματαιόκομπος, πέρπερος; Hungarian: önelégült; Japanese: 独り善がり, 自己満足する; Polish: zadowolony z siebie; Russian: самодовольный; Swedish: självbelåten