Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψώνιο

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

και ψώνι και ψούνι(ο), το, Ν
1. ό,τι αγοράζει κανείς («βγήκε για ψώνια»)
2. μτφ. α) άνθρωπος ευκολόπιστος, αφελής
β) άνθρωπος ψηλομύτης, φαντασμένος
3. φρ. «έχει ψώνιο [με κάτι]» — έχει παθολογική αδυναμία σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μσν. ὀψώνιον «αγορά και προμήθεια τροφίμων» < ὀψώνης (< ὄψον «τροφή» + ὠνοῦμαι «αγοράζω»), με σίγηση του αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον: μάτι)].