γαγγῆτις: Difference between revisions

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64
(7)
(1)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=και γαγγίτις, η (Α)<br />αυτή που προέρχεται από τον Γάγγη («[[γαγγῆτις]] [[λίθος]]» — ο [[γαγάτης]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Γάγγης</i>, με πιθανή [[επίδραση]] της λ. [[γαγάτης]], που οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
|mltxt=και γαγγίτις, η (Α)<br />αυτή που προέρχεται από τον Γάγγη («[[γαγγῆτις]] [[λίθος]]» — ο [[γαγάτης]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Γάγγης</i>, με πιθανή [[επίδραση]] της λ. [[γαγάτης]], που οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[γαγάτης]]
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 2 January 2019

German (Pape)

[Seite 469] πέτρα, = γαγάτης, Sp. S. N. pr.

Greek Monolingual

και γαγγίτις, η (Α)
αυτή που προέρχεται από τον Γάγγη («γαγγῆτις λίθος» — ο γαγάτης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Γάγγης, με πιθανή επίδραση της λ. γαγάτης, που οφείλεται σε παρετυμολογία].

Frisk Etymological English

See also: s. γαγάτης