γαρνίρω: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(8) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και γαρνιρίζω<br />[[στολίζω]], [[ποικίλλω]] [[κάτι]] με πρόσθετα στοιχεία («[[γαρνίρω]] [[φόρεμα]] με δαντέλες ή το [[ψητό]] με αρακά και καρότα ή τη [[συζήτηση]] με αστεία»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>Ξεν.</b> λ., ρομανικής προέλευσης ( | |mltxt=και γαρνιρίζω<br />[[στολίζω]], [[ποικίλλω]] [[κάτι]] με πρόσθετα στοιχεία («[[γαρνίρω]] [[φόρεμα]] με δαντέλες ή το [[ψητό]] με αρακά και καρότα ή τη [[συζήτηση]] με αστεία»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>Ξεν.</b> λ., ρομανικής προέλευσης ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>garnir</i>, βενετ. <i>guαrnir</i>, ιταλ. <i>guarnire</i>)]. | ||
}} | }} |