γαρνίρω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και γαρνιρίζω<br />[[στολίζω]], [[ποικίλλω]] [[κάτι]] με πρόσθετα στοιχεία («[[γαρνίρω]] [[φόρεμα]] με δαντέλες ή το [[ψητό]] με αρακά και καρότα ή τη [[συζήτηση]] με αστεία»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>Ξεν.</b> λ., ρομανικής προέλευσης (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>garnir</i>, βενετ. <i>guαrnir</i>, ιταλ. <i>guarnire</i>)].
|mltxt=και γαρνιρίζω<br />[[στολίζω]], [[ποικίλλω]] [[κάτι]] με πρόσθετα στοιχεία («[[γαρνίρω]] [[φόρεμα]] με δαντέλες ή το [[ψητό]] με αρακά και καρότα ή τη [[συζήτηση]] με αστεία»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>Ξεν.</b> λ., ρομανικής προέλευσης ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>garnir</i>, βενετ. <i>guαrnir</i>, ιταλ. <i>guarnire</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

και γαρνιρίζω
στολίζω, ποικίλλω κάτι με πρόσθετα στοιχεία («γαρνίρω φόρεμα με δαντέλες ή το ψητό με αρακά και καρότα ή τη συζήτηση με αστεία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. λ., ρομανικής προέλευσης (πρβλ. γαλλ. garnir, βενετ. guαrnir, ιταλ. guarnire)].