γενειάτης: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=geneiatis | |Transliteration C=geneiatis | ||
|Beta Code=geneia/ths | |Beta Code=geneia/ths | ||
|Definition=[ᾱ], Ep. and Ion. | |Definition=[ᾱ], Ep. and Ion. [[γενειήτης]], ου, ὁ, [[bearded]], Theoc. 17.33, Luc.Bis Acc.28, Jul.''Or.''4.131a, Call.''Dian.''90:—fem. [[γενειᾶτις]], τρίγλα Sophr.31; Ion. [[γενειῆτις]] τρίγλη Eratosth.12. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γενειάτης]] και [[γενειήτης]], ο (Α) [[γένειον]]<br />αυτός που έχει γένεια, ο [[γενειοφόρος]]. | |mltxt=[[γενειάτης]] και [[γενειήτης]], ο (Α) [[γένειον]]<br />αυτός που έχει γένεια, ο [[γενειοφόρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γενειάτης:''' [ᾱ], -ου, ὁ, [[γενειοφόρος]], σε Θεόκρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[γενειάω]]<br />[[bearded]], Theocr. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ᾱ], ὁ, ion. [[γενειήτης]] (auch Theocr. 17.33), <i>[[bärtig]]</i>, Luc. <i>Bis acc</i>. 28; τράγοι Antip.Sid. 61 (XI.158). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾱ], Ep. and Ion. γενειήτης, ου, ὁ, bearded, Theoc. 17.33, Luc.Bis Acc.28, Jul.Or.4.131a, Call.Dian.90:—fem. γενειᾶτις, τρίγλα Sophr.31; Ion. γενειῆτις τρίγλη Eratosth.12.
Greek (Liddell-Scott)
γενειάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, Θεόκρ. 17. 33· Ἰων.–ειήτης Καλλ. εἰς Ἄρ. 90· - θηλ.-ειᾶτις, ιδος, ἢ -εᾶτις Σώφρων· παρ΄ Ἀθην. 324F.
Greek Monolingual
γενειάτης και γενειήτης, ο (Α) γένειον
αυτός που έχει γένεια, ο γενειοφόρος.
Greek Monotonic
γενειάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
German (Pape)
[ᾱ], ὁ, ion. γενειήτης (auch Theocr. 17.33), bärtig, Luc. Bis acc. 28; τράγοι Antip.Sid. 61 (XI.158).