γρυπαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
(8)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=grypaino
|Transliteration C=grypaino
|Beta Code=grupai/nw
|Beta Code=grupai/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[γρυπόομαι]], Dionys. ap. Harp., Hsch.</span>
|Definition== [[γρυπόομαι]], Dionys. ap. Harp., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=[[curvarse]] Dionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον, cf. [[γρύπτω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γρῡπαίνω''': [[γρυπόομαι]], Διονύσ. παρ’ Ἁρπ. , Σουΐδ. , Ε. Μ.˙-ὁ ἀόρ. ἔγρυπεν ἡ γῆ, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Μελανθίου, αὐτ., ἀποδίδοται εἰς τὸν τύπον γρύπτω, γνωστὸν ἐκ τοῦ Ἡσυχ.
|lstext='''γρῡπαίνω''': [[γρυπόομαι]], Διονύσ. παρ’ Ἁρπ., Σουΐδ., Ε. Μ.·-ὁ ἀόρ. ἔγρυπεν ἡ γῆ, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Μελανθίου, αὐτ., ἀποδίδοται εἰς τὸν τύπον γρύπτω, γνωστὸν ἐκ τοῦ Ἡσυχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[curvarse]] Dionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον, cf. [[γρύπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γρυπαίνω]] (Α) [[γρυπός]]<br />[[γρυπούμαι]].
|mltxt=[[γρυπαίνω]] (Α) [[γρυπός]]<br />[[γρυπούμαι]].
}}
}}

Latest revision as of 09:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρῡπαίνω Medium diacritics: γρυπαίνω Low diacritics: γρυπαίνω Capitals: ΓΡΥΠΑΙΝΩ
Transliteration A: grypaínō Transliteration B: grypainō Transliteration C: grypaino Beta Code: grupai/nw

English (LSJ)

= γρυπόομαι, Dionys. ap. Harp., Hsch.

Spanish (DGE)

curvarse Dionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον, cf. γρύπτω.

German (Pape)

[Seite 507] krümmen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

γρῡπαίνω: γρυπόομαι, Διονύσ. παρ’ Ἁρπ., Σουΐδ., Ε. Μ.·-ὁ ἀόρ. ἔγρυπεν ἡ γῆ, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Μελανθίου, αὐτ., ἀποδίδοται εἰς τὸν τύπον γρύπτω, γνωστὸν ἐκ τοῦ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

γρυπαίνω (Α) γρυπός
γρυπούμαι.