δασύπρωκτος: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=δᾰσῠ́πρωκτος | ||
|Medium diacritics=δασύπρωκτος | |Medium diacritics=δασύπρωκτος | ||
|Low diacritics=δασύπρωκτος | |Low diacritics=δασύπρωκτος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dasyproktos | |Transliteration C=dasyproktos | ||
|Beta Code=dasu/prwktos | |Beta Code=dasu/prwktos | ||
|Definition= | |Definition=δασύπρωκτον, [[with a hairy behind]], [[with shaggy anus]], [[rough-bottomed]], Pl.Com.3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δᾰσύπρωκτος) -ον<br />[[de culo velludo]] ὦ Κινύρα, βασιλεῦ Κυπρίων, ἀνδρῶν δασυπρώκτων Pl.Com.3, Hsch.s.u. σακκινόσυκοι, Sud.s.u. Μελαμπύγου, <i>Gloss</i>.2.266. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δᾰσύπρωκτος''': -ον, ὁ δασὺν ἔχων πρωκτόν, Πλάτ. Κωμ. Ἀδων. 1. | |lstext='''δᾰσύπρωκτος''': -ον, ὁ δασὺν ἔχων πρωκτόν, Πλάτ. Κωμ. Ἀδων. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[δασύπρωκτος]], -ον)<br />όποιος έχει τριχωτό πρωκτό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> μικρό τρωκτικό Θηλαστικό της Αμερικής<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων Εντόμων). | |mltxt=-η, -ο (Α [[δασύπρωκτος]], -ον)<br />όποιος έχει τριχωτό πρωκτό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> μικρό τρωκτικό Θηλαστικό της Αμερικής<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων Εντόμων). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:33, 25 August 2023
English (LSJ)
δασύπρωκτον, with a hairy behind, with shaggy anus, rough-bottomed, Pl.Com.3.
Spanish (DGE)
(δᾰσύπρωκτος) -ον
de culo velludo ὦ Κινύρα, βασιλεῦ Κυπρίων, ἀνδρῶν δασυπρώκτων Pl.Com.3, Hsch.s.u. σακκινόσυκοι, Sud.s.u. Μελαμπύγου, Gloss.2.266.
German (Pape)
[Seite 524] mit rauchem Hintern, Plat. com. bei Ath. X, 456 a.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύπρωκτος: -ον, ὁ δασὺν ἔχων πρωκτόν, Πλάτ. Κωμ. Ἀδων. 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δασύπρωκτος, -ον)
όποιος έχει τριχωτό πρωκτό
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. μικρό τρωκτικό Θηλαστικό της Αμερικής
2. το ουδ. ως ουσ. γένος υμενόπτερων Εντόμων).