διόσπυρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
(9)
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=διόσπυρος
|Medium diacritics=διόσπυρος
|Low diacritics=διόσπυρος
|Capitals=ΔΙΟΣΠΥΡΟΣ
|Transliteration A=dióspyros
|Transliteration B=diospyros
|Transliteration C=diospyros
|Beta Code=dio/spuros
|Definition=ὁ, = [[λιθόσπερμον]], Dsc. 3.141.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διόσπυρος''': ὁ, ἢ -ον, τό, [[ὀπώρα]] ὁμοία κερασίῳ, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 13, 3.
|lstext='''διόσπυρος''': ὁ, ἢ -ον, τό, [[ὀπώρα]] ὁμοία κερασίῳ, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 13, 3.
Line 4: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[εβενίδες]]<br />τα γνωστότερα είδη που φύονται ή καλλιεργούνται στην [[Ελλάδα]] [[είναι]] ο Diospyros lotus και ο Diospyros kaki, o [[λωτός]].
|mltxt=ο<br />[[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[εβενίδες]]<br />τα γνωστότερα είδη που φύονται ή καλλιεργούνται στην [[Ελλάδα]] [[είναι]] ο Diospyros lotus και ο Diospyros kaki, o [[λωτός]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = τὸ [[διόσπυρον]].
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόσπυρος Medium diacritics: διόσπυρος Low diacritics: διόσπυρος Capitals: ΔΙΟΣΠΥΡΟΣ
Transliteration A: dióspyros Transliteration B: diospyros Transliteration C: diospyros Beta Code: dio/spuros

English (LSJ)

ὁ, = λιθόσπερμον, Dsc. 3.141.

Greek (Liddell-Scott)

διόσπυρος: ὁ, ἢ -ον, τό, ὀπώρα ὁμοία κερασίῳ, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 13, 3.

Greek Monolingual

ο
γένος φυτών της οικογένειας εβενίδες
τα γνωστότερα είδη που φύονται ή καλλιεργούνται στην Ελλάδα είναι ο Diospyros lotus και ο Diospyros kaki, o λωτός.

German (Pape)

ὁ, = τὸ διόσπυρον.