δισκελής: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(9) |
m (pape replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές και δίσκελος, -η, -ο (Μ [[δισκελής]], -ές)<br />αυτός που έχει δύο σκέλη, [[διχαλωτός]]<br /><b>2.</b> (για προτάσεις) αυτή που αποτελείται από δύο σκέλη, [[διμελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκέλος]]. | |mltxt=-ές και δίσκελος, -η, -ο (Μ [[δισκελής]], -ές)<br />αυτός που έχει δύο σκέλη, [[διχαλωτός]]<br /><b>2.</b> (για προτάσεις) αυτή που αποτελείται από δύο σκέλη, [[διμελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκέλος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, = [[δίκωλος]], Sp. | |||
}} | }} |