δουπώ: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(9)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γδουπώ]] (AM δουπῶ, -έω) [[δούπος]]<br />[[κάνω]] δούπο, [[παράγω]] υπόκωφο ήχο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σωριάζομαι [[νεκρός]] με γδούπο («δούπησε δὲ πεσών»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δουπεῑ χεὶρ γυναικῶν» — θρηνούν οι γυναίκες χτυπώντας τα χέρια στο [[στήθος]] τους<br />β) «κώπῃ δουπῶ» — [[χτυπώ]] με τα [[κουπιά]] τη [[θάλασσα]].
|mltxt=και [[γδουπώ]] (AM δουπῶ, -έω) [[δούπος]]<br />[[κάνω]] δούπο, [[παράγω]] υπόκωφο ήχο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σωριάζομαι [[νεκρός]] με γδούπο («δούπησε δὲ πεσών»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν» — θρηνούν οι γυναίκες χτυπώντας τα χέρια στο [[στήθος]] τους<br />β) «κώπῃ δουπῶ» — [[χτυπώ]] με τα [[κουπιά]] τη [[θάλασσα]].
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek Monolingual

και γδουπώ (AM δουπῶ, -έω) δούπος
κάνω δούπο, παράγω υπόκωφο ήχο
αρχ.
1. σωριάζομαι νεκρός με γδούπο («δούπησε δὲ πεσών»)
2. φρ. α) «δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν» — θρηνούν οι γυναίκες χτυπώντας τα χέρια στο στήθος τους
β) «κώπῃ δουπῶ» — χτυπώ με τα κουπιά τη θάλασσα.