Εγγλέζος: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(10)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. Εγγλέζα, η)<br /><b>1.</b> [[Άγγλος]]<br /><b>2.</b> ο [[σταθερός]] στον λόγο του ή [[ακριβής]] στην ώρα του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> όψιμο μσν. <i>Αγκλέζος</i> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>Ingleso</i>].
|mltxt=ο (θηλ. Εγγλέζα, η)<br /><b>1.</b> [[Άγγλος]]<br /><b>2.</b> ο [[σταθερός]] στον λόγο του ή [[ακριβής]] στην ώρα του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> όψιμο μσν. <i>Αγκλέζος</i> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>Ingleso</i>].
}}
}}

Latest revision as of 21:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (θηλ. Εγγλέζα, η)
1. Άγγλος
2. ο σταθερός στον λόγο του ή ακριβής στην ώρα του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < όψιμο μσν. Αγκλέζος < ιταλ. Ingleso].