ελεώ: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(11) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-έω) (AM ἐλεῶ)<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] [[έλεος]], [[συμπόνια]] για κάποιον<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[ελεημοσύνη]] ή [[βοήθεια]] σ' όσους έχουν [[ανάγκη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Κύριε ἐλέησον»<br />Κύριε, σπλαχνίσου μας, χάρισέ μας το έλεός σου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(το θηλ. μτχ. ως ουσ.) <i>ἡ | |mltxt=(-έω) (AM [[ἐλεῶ]])<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] [[έλεος]], [[συμπόνια]] για κάποιον<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[ελεημοσύνη]] ή [[βοήθεια]] σ' όσους έχουν [[ανάγκη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Κύριε ἐλέησον»<br />Κύριε, σπλαχνίσου μας, χάρισέ μας το έλεός σου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(το θηλ. μτχ. ως ουσ.) <i>ἡ Ἐλεοῦσα</i><br />[[προσωνυμία]] της Θεοτόκου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «Κύριε ελέησον» — για [[δήλωση]] απορίας, έκπληξης κ.λπ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:04, 17 March 2023
Greek Monolingual
(-έω) (AM ἐλεῶ)
1. αισθάνομαι έλεος, συμπόνια για κάποιον
2. δίνω ελεημοσύνη ή βοήθεια σ' όσους έχουν ανάγκη
3. φρ. «Κύριε ἐλέησον»
Κύριε, σπλαχνίσου μας, χάρισέ μας το έλεός σου
μσν.- νεοελλ.
(το θηλ. μτχ. ως ουσ.) ἡ Ἐλεοῦσα
προσωνυμία της Θεοτόκου
νεοελλ.
φρ. «Κύριε ελέησον» — για δήλωση απορίας, έκπληξης κ.λπ.