ελεώ
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek Monolingual
(-έω) (AM ἐλεῶ)
1. αισθάνομαι έλεος, συμπόνια για κάποιον
2. δίνω ελεημοσύνη ή βοήθεια σ' όσους έχουν ανάγκη
3. φρ. «Κύριε ἐλέησον»
Κύριε, σπλαχνίσου μας, χάρισέ μας το έλεός σου
μσν.- νεοελλ.
(το θηλ. μτχ. ως ουσ.) ἡ Ἐλεοῦσα
προσωνυμία της Θεοτόκου
νεοελλ.
φρ. «Κύριε ελέησον» — για δήλωση απορίας, έκπληξης κ.λπ.