εκτυπώνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
(11)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και εκτυπώ (-όω) (AM ἐκτυπῶ)<br />[[αποτυπώνω]] [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] [[κάτι]] [[έτσι]] ώστε να προεξέχει σαν [[ανάγλυφο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τυπώνω]] έντυπο με το τυπογραφικό [[πιεστήριο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διαμορφώνω]]<br /><b>2.</b> [[αναπαριστάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μορφώνω]], [[σχηματίζω]], [[διατυπώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐκτυποῡμαι</i><br />[[εικονίζω]], [[σχηματίζω]] [[εικόνα]].
|mltxt=και εκτυπώ (-όω) (AM ἐκτυπῶ)<br />[[αποτυπώνω]] [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] [[κάτι]] [[έτσι]] ώστε να προεξέχει σαν [[ανάγλυφο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τυπώνω]] έντυπο με το τυπογραφικό [[πιεστήριο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διαμορφώνω]]<br /><b>2.</b> [[αναπαριστάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μορφώνω]], [[σχηματίζω]], [[διατυπώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐκτυποῦμαι</i><br />[[εικονίζω]], [[σχηματίζω]] [[εικόνα]].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

και εκτυπώ (-όω) (AM ἐκτυπῶ)
αποτυπώνω πάνω σε μια επιφάνεια κάτι έτσι ώστε να προεξέχει σαν ανάγλυφο
νεοελλ.
τυπώνω έντυπο με το τυπογραφικό πιεστήριο
μσν.
1. διαμορφώνω
2. αναπαριστάνω
αρχ.
1. μορφώνω, σχηματίζω, διατυπώνω
2. μέσ. ἐκτυποῦμαι
εικονίζω, σχηματίζω εικόνα.