ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
και εκτυπώ (-όω) (AM ἐκτυπῶ)
αποτυπώνω πάνω σε μια επιφάνεια κάτι έτσι ώστε να προεξέχει σαν ανάγλυφο
νεοελλ.
τυπώνω έντυπο με το τυπογραφικό πιεστήριο
μσν.
1. διαμορφώνω
2. αναπαριστάνω
αρχ.
1. μορφώνω, σχηματίζω, διατυπώνω
2. μέσ. ἐκτυποῦμαι
εικονίζω, σχηματίζω εικόνα.