εκτυπώνω

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source

Greek Monolingual

και εκτυπώ (-όω) (AM ἐκτυπῶ)
αποτυπώνω πάνω σε μια επιφάνεια κάτι έτσι ώστε να προεξέχει σαν ανάγλυφο
νεοελλ.
τυπώνω έντυπο με το τυπογραφικό πιεστήριο
μσν.
1. διαμορφώνω
2. αναπαριστάνω
αρχ.
1. μορφώνω, σχηματίζω, διατυπώνω
2. μέσ. ἐκτυποῦμαι
εικονίζω, σχηματίζω εικόνα.