αποτυπώνω

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source

Greek Monolingual

(Α ἀποτυπῶ, -όω)
1. σχηματίζω τον τύπο, το ακριβές ομοίωμα ενός πράγματος πιέζοντας το επάνω σε κατάλληλο υλικό
2. συγκρατώ ακριβώς στη μνήμη μου.