τυπώνω

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

τυπῶ, -όω, ΝΜΑ τύπος
νεοελλ.
1. αναπαράγω κείμενα ή εικόνες με το τυπογραφικό πιεστήριο, εκτυπώνω
2. συνεκδ. εκδίδω («τύπωσε μια καινούργια συλλογή ποιημάτων»)
3. χαράζω σχέδια με πίεση πάνω σε ένα μαλακό σώμα, αποτυπώνω
4. (το β' πρόσ. προστ. παθ. αορ. β' στον λόγ. τ.) τυπωθήτω
α) (στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) όρος που δηλώνει την παραχώρηση, εκ μέρους ενός επισκόπου, της άδειας έκδοσης οποιουδήποτε έργου που αναφέρεται στην Αγία Γραφή ή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θεολογία, τη θρησκεία ή την ηθική
β) (τυπογρ.) όρος που συνοδεύει την υπογραφή του αρμόδιου συντάκτη ή υπευθύνου και δηλώνει την έγκριση του για την έναρξη της εκτύπωσης ενός εντύπου
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τυπωμένος, -η, -ο- έντυπος
6. φρ. «τυπώνω κάτι στον νου [ή στο μυαλό ή στη μνήμη] μου» — εγχαράσσω και διατηρώ κάτι στον νου [ή στο μυαλό ή στη μνήμη] μου
μσν.
1. ορίζω, διατάζω
2. ζωγραφίζω
3. παίρνω ορισμένη στάση
4. κάνω το σημείο του σταυρού
5. προσδιορίζω κάτι με ακρίβεια
μσν.-αρχ.
σχηματίζω κάτι με πίεση
αρχ.
1. δίνω μορφή ή σχήμα, σχηματίζω, πλάθω («θνητὰ γένη... τυποῦσιν... θεοὶ γῆς ἔνδον», Πλάτ.)
2. σφραγίζω
3. κόβω νόμισμα.