ενίσσω: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνίσσω]] (Α)<br />παράλλ. τ. του [[ενίπτω]]<br /><b>1.</b> [[επιπλήττω]], [[ονειδίζω]], [[προσβάλλω]]<br /><b>2.</b> κακομεταχειρίζομαι («ἀλλ' ἔπεσίν τε | |mltxt=[[ἐνίσσω]] (Α)<br />παράλλ. τ. του [[ενίπτω]]<br /><b>1.</b> [[επιπλήττω]], [[ονειδίζω]], [[προσβάλλω]]<br /><b>2.</b> κακομεταχειρίζομαι («ἀλλ' ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῆσιν» — τον προσβάλλαμε, τον κακομεταχειριζόμαστε με κακούς και προσβλητικούς λόγους και χτυπήματα, <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ενιπή]]]. | ||
}} | }} |