έντομος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(12) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἔντομος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο χωρισμένος με εντομές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἔντομος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο χωρισμένος με εντομές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[έντομο]]<br />γενική [[ονομασία]] που περιλαμβάνει μικρά στο [[μέγεθος]] αρθρωτά ζώα τών οποίων το [[σώμα]] διαιρείται με εντομές σε [[τρία]] μέρη ([[κεφαλή]], θώρακα και [[κοιλία]]) (οι μύγες, τα μυρμήγκια, οι σφήκες <b>κ.ά.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα έντομα</i><br />α) σφάγια που θυσιάζονται στους νεκρούς<br />β) <b>φρ.</b> «ἔντομα ποιῶ» — [[θυσιάζω]]<br /><b>2.</b> <i>oἱ ἔντομοι</i><br />οι ένορκοι. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἔντομος, -ον)
1. ο χωρισμένος με εντομές
2. το ουδ. ως ουσ. το έντομο
γενική ονομασία που περιλαμβάνει μικρά στο μέγεθος αρθρωτά ζώα τών οποίων το σώμα διαιρείται με εντομές σε τρία μέρη (κεφαλή, θώρακα και κοιλία) (οι μύγες, τα μυρμήγκια, οι σφήκες κ.ά.)
αρχ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα έντομα
α) σφάγια που θυσιάζονται στους νεκρούς
β) φρ. «ἔντομα ποιῶ» — θυσιάζω
2. oἱ ἔντομοι
οι ένορκοι.