επιμύθιο: Difference between revisions
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged
(13) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐπιμύθιος]], -ον) [[επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μύθος]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=το (AM [[ἐπιμύθιος]], -ον) [[επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μύθος]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[επιμύθιο]](<i>ν</i>)<br />σύντομη και [[πνευματώδης]] [[φράση]] στο [[τέλος]] [[κάθε]] μύθου η οποία περιέχει και το ηθικό του [[δίδαγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φράση]] που λέγεται απροσδόκητα ή υπερβολικά κοινότυπα στο [[τέλος]] ενός λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ακολουθεί τον μύθο, που λέγεται στο [[τέλος]] του μύθου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 14 January 2019
{{grml
|mltxt=το (AM ἐπιμύθιος, -ον) [[επί + μύθος
το ουδ. ως ουσ. το επιμύθιο(ν)
σύντομη και πνευματώδης φράση στο τέλος κάθε μύθου η οποία περιέχει και το ηθικό του δίδαγμα
νεοελλ.
φράση που λέγεται απροσδόκητα ή υπερβολικά κοινότυπα στο τέλος ενός λόγου
αρχ.
αυτός που ακολουθεί τον μύθο, που λέγεται στο τέλος του μύθου.
}}