ερκείος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(14) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=ἑρκεῖος, -ον και ἑρκεῖος, -α -ον (Α) [[έρκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο [[έρκος]], στο [[προαύλιο]] («ἑρκεῖαι πύλαι, θύραι» — οι πύλες, οι θύρες της αυλής, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στην [[οικία]] (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» — στον στύλο της στέγης του σπιτιού, <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐφ ἑρκείῳ πυρᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) «[[Ζεὺς]] Ἑρκεῖος» — ο [[Ζευς]], ο [[προστάτης]] της οικογενειακής ειρήνης και ευτυχίας<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) <i>ὁ Ἑρκεῖος</i><br />ο [[Ζεύς]]<br />β) <b>στον πληθ.</b><br /><i>οἱ Ἑρκεῖοι</i><br />οι εφέστιοι θεοί<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἑρκεῖος [[βωμός]]» — ο [[βωμός]] του Ερκείου [[Διός]] <b>Πίνδ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 13 October 2022
Greek Monolingual
ἑρκεῖος, -ον και ἑρκεῖος, -α -ον (Α) έρκος
1. αυτός που ανήκει στο έρκος, στο προαύλιο («ἑρκεῖαι πύλαι, θύραι» — οι πύλες, οι θύρες της αυλής, Αισχύλ.)
2. αυτός που ανήκει στην οικία (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» — στον στύλο της στέγης του σπιτιού, Σοφ.
β. «ἐφ ἑρκείῳ πυρᾷ», Ευρ.)
3. (ως προσωνυμία του Διός) «Ζεὺς Ἑρκεῖος» — ο Ζευς, ο προστάτης της οικογενειακής ειρήνης και ευτυχίας
4. το αρσ. ως ουσ. α) ὁ Ἑρκεῖος
ο Ζεύς
β) στον πληθ.
οἱ Ἑρκεῖοι
οι εφέστιοι θεοί
5. φρ. «ἑρκεῖος βωμός» — ο βωμός του Ερκείου Διός Πίνδ.).