ερυσίβη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ερυσίφη]], η (AM [[ἐρυσίβη]])<br />[[μύκητας]] τών [[φυτών]] και τών καρπών που προσβάλλει ιδιαίτερα το [[σιτάρι]] και το [[κριθάρι]] («αὐχμοὶ καὶ [[ἐρυσίβη]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] σύνθετη του τύπου <i>αλεξί</i>-<i>κακος</i>, <i>βροντησι</i>-<i>κέραυνος</i>, <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i> και εμφανίζει ως α’ συνθετικό θ. <i>ερυ</i>-<i>σι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερυσίπελας]], [[ερυσίσκηπτρον]]) που αποτελεί [[παρέκταση]] σε -<i>σ</i>- της ρίζας τών [[ερεύθω]], [[ερυθρός]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>russus</i>, λιθ. <i>raũsvas</i>, αρχ. σλαβ. <i>rusŭ</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>rost</i>), ενώ ως β’ συνθετικό εμφανίζει σπάνιο [[επίθημα]] -<i>βη</i>].
|mltxt=και [[ερυσίφη]], η (AM [[ἐρυσίβη]])<br />[[μύκητας]] τών [[φυτών]] και τών καρπών που προσβάλλει ιδιαίτερα το [[σιτάρι]] και το [[κριθάρι]] («αὐχμοὶ καὶ [[ἐρυσίβη]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] σύνθετη του τύπου <i>αλεξί</i>-<i>κακος</i>, <i>βροντησι</i>-<i>κέραυνος</i>, <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i> και εμφανίζει ως α’ συνθετικό θ. <i>ερυ</i>-<i>σι</i>- ([[πρβλ]]. [[ερυσίπελας]], [[ερυσίσκηπτρον]]) που αποτελεί [[παρέκταση]] σε -<i>σ</i>- της ρίζας τών [[ερεύθω]], [[ερυθρός]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>russus</i>, λιθ. <i>raũsvas</i>, αρχ. σλαβ. <i>rusŭ</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>rost</i>), ενώ ως β’ συνθετικό εμφανίζει σπάνιο [[επίθημα]] -<i>βη</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

και ερυσίφη, η (AM ἐρυσίβη)
μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει ιδιαίτερα το σιτάρι και το κριθάρι («αὐχμοὶ καὶ ἐρυσίβη», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη του τύπου αλεξί-κακος, βροντησι-κέραυνος, τερψί-μβροτος και εμφανίζει ως α’ συνθετικό θ. ερυ-σι- (πρβλ. ερυσίπελας, ερυσίσκηπτρον) που αποτελεί παρέκταση σε -σ- της ρίζας τών ερεύθω, ερυθρός (πρβλ. λατ. russus, λιθ. raũsvas, αρχ. σλαβ. rusŭ, αρχ. άνω γερμ. rost), ενώ ως β’ συνθετικό εμφανίζει σπάνιο επίθημα -βη].