ετοιμόδακρυς: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑτοιμόδακρυς]] (ετοιμοδάκρυος), -υ (Μ)<br />ο [[επιρρεπής]] στα δάκρυα, αυτός που δακρύζει εύκολα ( | |mltxt=[[ἑτοιμόδακρυς]] (ετοιμοδάκρυος), -υ (Μ)<br />ο [[επιρρεπής]] στα δάκρυα, αυτός που δακρύζει εύκολα («συμπαθεῖς οἱ ἥρωες... καὶ ἑτοιμοδάκρυες», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> [[δάκρυ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 13 October 2022
Greek Monolingual
ἑτοιμόδακρυς (ετοιμοδάκρυος), -υ (Μ)
ο επιρρεπής στα δάκρυα, αυτός που δακρύζει εύκολα («συμπαθεῖς οἱ ἥρωες... καὶ ἑτοιμοδάκρυες», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + δάκρυ].