ευκαιρώ: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(15)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ εὐκαιρῶ, -έω) [[εύκαιρος]]<br />έχω ή [[βρίσκω]] [[ευκαιρία]], έχω ελεύθερο χρόνο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[μένω]] [[άδειος]]<br /><b>2.</b> [[πετυχαίνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />βρίσκομαι [[κάπου]] τυχαία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευτυχώ]], [[ευημερώ]] («εὐκαιροῡντάς γε δὴ καὶ δυναμένους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[επίκαιρος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐκαιρῶ τινι ή εἴς τι» — [[αφιερώνω]] τον καιρό μου σε [[κάτι]].
|mltxt=(ΑΜ εὐκαιρῶ, -έω) [[εύκαιρος]]<br />έχω ή [[βρίσκω]] [[ευκαιρία]], έχω ελεύθερο χρόνο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[μένω]] [[άδειος]]<br /><b>2.</b> [[πετυχαίνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />βρίσκομαι [[κάπου]] τυχαία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευτυχώ]], [[ευημερώ]] («εὐκαιροῦν
τάς γε δὴ καὶ δυναμένους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[επίκαιρος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐκαιρῶ τινι ή εἴς τι» — [[αφιερώνω]] τον καιρό μου σε [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐκαιρῶ, -έω) εύκαιρος
έχω ή βρίσκω ευκαιρία, έχω ελεύθερο χρόνο
μσν.
1. είμαι ή μένω άδειος
2. πετυχαίνω
μσν.-αρχ.
βρίσκομαι κάπου τυχαία
αρχ.
1. ευτυχώ, ευημερώ («εὐκαιροῦν τάς γε δὴ καὶ δυναμένους», Πολ.)
2. είμαι επίκαιρος
3. φρ. «εὐκαιρῶ τινι ή εἴς τι» — αφιερώνω τον καιρό μου σε κάτι.