ευκοσμία: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(15)
 
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκοσμία]]) [[εύκοσμος]]<br />η καλή [[συμπεριφορά]], η [[ευταξία]], η [[κοσμιότητα]], η [[ευπρέπεια]] («ἐντέλλονται ἐπιμελεῑσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ομορφιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διακόσμηση]], [[στόλισμα]], [[καλλωπισμός]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκοσμία]]) [[εύκοσμος]]<br />η καλή [[συμπεριφορά]], η [[ευταξία]], η [[κοσμιότητα]], η [[ευπρέπεια]] («ἐντέλλονται ἐπιμελεῖσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ομορφιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διακόσμηση]], [[στόλισμα]], [[καλλωπισμός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 28 March 2021

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκοσμία) εύκοσμος
η καλή συμπεριφορά, η ευταξία, η κοσμιότητα, η ευπρέπεια («ἐντέλλονται ἐπιμελεῖσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
ομορφιά
αρχ.
διακόσμηση, στόλισμα, καλλωπισμός.