ευταξία

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐταξία) εύτακτος
1. η καλή τάξη, η τακτοποίηση
2. η τήρηση της τάξεως, η πειθαρχία
3. σεμνότητα, φρονιμάδα
αρχ.
1. η καλή κατάσταση
2. (για πόλεις) η ευνομία
3. η μετριότητα στη διατροφή
4. εγκράτεια, αγνότητα
5. (στη φιλοσ. τών Στωικών) η έξη του να πράττει και να λέει κάποιος καθετί που αρμόζει σε τόπο και σε χρόνο.