ευνοούμενος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(15)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[εύνοια]] κάποιου ισχυρού προσώπου, αυτός που επωφελείται από την [[εύνοια]] κάποιου ισχυρού προσώπου, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του («[[είναι]] [[ευνοούμενος]] του πρωθυπουργού»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> «[[ρήτρα]] του [[μάλλον]] ευνοουμένου κράτους» — <b>βλ.</b> [[ευνοώ]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ευνοούμενος]]<br />ο [[εραστής]], ο [[ερωμένος]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ευνοουμένη</i><br />η ερωμένη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. ενεστ. του ρ. <i>ευνοούμαι</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[εύνοια]] κάποιου ισχυρού προσώπου, αυτός που επωφελείται από την [[εύνοια]] κάποιου ισχυρού προσώπου, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του («[[είναι]] [[ευνοούμενος]] του πρωθυπουργού»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> «[[ρήτρα]] του [[μάλλον]] ευνοουμένου κράτους» — <b>βλ.</b> [[ευνοώ]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ευνοούμενος]]<br />ο [[εραστής]], ο [[ερωμένος]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ευνοουμένη</i><br />η ερωμένη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. ενεστ. του ρ. <i>ευνοούμαι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει την εύνοια κάποιου ισχυρού προσώπου, αυτός που επωφελείται από την εύνοια κάποιου ισχυρού προσώπου, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του («είναι ευνοούμενος του πρωθυπουργού»)
2. φρ. διεθν. δίκ. «ρήτρα του μάλλον ευνοουμένου κράτους» — βλ. ευνοώ
3. το αρσ. ως ουσ. ο ευνοούμενος
ο εραστής, ο ερωμένος
4. το θηλ. ως ουσ. ευνοουμένη
η ερωμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. ενεστ. του ρ. ευνοούμαι].